ὁπλιστάς

ὁπλιστάς
ὁπλιστά̱ς , ὁπλιστὴς
warrior
masc acc pl
ὁπλιστά̱ς , ὁπλιστὴς
warrior
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οπλιστής — ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) [οπλίζω] 1. πολεμιστής 2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει β) αυτός που αποτελείται από όπλα 3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» η σκευή οπλίτη, η πανοπλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”